- ρεγάλο
- το чаевые;
κάνω ρεγάλο — давать «на чай», давать чаевые
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω ρεγάλο — давать «на чай», давать чаевые
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεγάλο — και ριγάλο, το, Ν φιλοδώρημα, δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regalo] … Dictionary of Greek
ρεγάλο — το (λ. ιταλ.), και ριγάλο, το φιλοδώρημα, δώρο: Το ρεγάλοπου περίμενε δεν το πήρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριγάλο — το, Ν βλ. ρεγάλο … Dictionary of Greek
φιλοδώρημα — το, ατος μικρό χρηματικό δώρο που δίνεται για εκδουλεύσεις ή εξυπηρετήσεις, το φίλεμα, το ρεγάλο, το μπαξίσι, το πουρμπουάρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)